Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

в - и μέσα στο - ο

  • 1 зарыть

    -рою, -роешь
    ρ.σ.μ.
    1. παραχώνω, θάβω. || (για πρόσωπο, κεφάλι) κρύβω, χώνω μέσα.
    2. αρχίζω να σκάβω.
    1. χώνομαι, κρύβομαι μέσα•

    зарыть в песок χώνομαι μέσα στον άμμο•

    зарыть в одеяло χώνομαι μέσα στο πάπλωμα.

    || παλ. εγκατασταίνομαι σε απόκεντρο μέρος•

    -в деревне αποχωρώ στο χωριό.

    || αποδίδομαι εντελώς, ρίχνομαι με τα μούτρα•

    зарыть в книги το ρίχνω στο διάβασμα.

    2. (απλ.) γίνομαι παχύδερμο• ρίχνομαι σαν το παχύδερμο.

    Большой русско-греческий словарь > зарыть

  • 2 в...

    во..., въ..., πρόθεμα που σημαίνει:
    1. κατεύθυνση ενέργειας, κίνησης προς τα μέσα: вбежать, влететь, вбить, вдуть.
    2. κατεύθυνση της ενέργειας μέσα στο ενεργόν υποκείμενο•

    вдохнуть, впитать, всосать.

    3. κατεύθυνση της ενέργειας, κίνησης μέσα και επί•

    он вбежал на лестницу αυτός έτρεξε μεσα στη σνιάλα.

    4. με το•

    цорю ся στο τέλος των ρ. σημαίνει, εισχώρηση, διείσδυση, βύθισμα σε μεγάλο βαθμό: вдуматься, всмотреться, втянуться.

    Большой русско-греческий словарь > в...

  • 3 внутри

    επίρ.
    μέσα, εντός, στο εσωτερικό•

    внутри здания μέσα στο κτίριο•

    внутри города μέσα στην πόλη•

    все находились внутри όλοι βρίσκονταν μέσα.

    Большой русско-греческий словарь > внутри

  • 4 помещение

    1. (внутренность здания, место, где помещается что-л.) о χώρ/ος, το διαμέρισμα, η αίθουσα
    вычитаемое - мор. μη εκμεταλλεύσιμος -
    - для пассажиров мор. η αίθουσα επιβατών
    доильное с.-х. - αρμέγματος
    мор. о χώρος ενδιαίτησης
    закрытое - мор. κλειστός -
    неучитываемое - мор. εκπιπτόμενος -
    открытое - мор. ανοικτός-
    складское - αποθήκευσης, η αποθήκη
    служебное - υπηρεσιακός -, εργασιακός -
    чердачное - στη σοφίτα, η σοφίτα
    2. (действие) η τοποθέτηση, η εγκατάσταση, (напр. денег вбанк) η κατάθεση, (опубликование) η δημοσίευση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > помещение

  • 5 внутри

    внутри μέσα, στο εσωτερικό, εντός
    * * *
    μέσα, στο εσωτερικό, εντός

    Русско-греческий словарь > внутри

  • 6 впотьмах

    впотьмах μέσα στο σκοτάδι, στα σκοτεινά
    * * *
    μέσα στο σκοτάδι, στα σκοτεινά

    Русско-греческий словарь > впотьмах

  • 7 год

    год
    м
    1. (промежуток времени) ὁ χρόνος, ἡ χρονιά, τό ἐτος:
    текущий \год τό τρέχον ἐτος, ὁ φετεινός χρόνος· бюджетный \год τό οίκονομικόν ἔτος· учебный \год τό σχολικόν ἔτος, ἡ σχολική χρονιά· високосный \год τό δίσεκτο ἐτος· урожайный \год χρόνος πλούσιας σοδειάς· времена \года οἱ ἐποχές τοῦ ἐτους' \год рождения χρόνος γέννησης, ἐτος γεννήσεως· \год смерти ἡ ἡμερομηνία θανάτού ему́ три \года εἶναι τριῶν χρονῶν (ἐτῶν)· ему́ шестнадцатый \год εἶναι δεκαέξη χρονών (ἐτών), περπατά στά δεκάξη· в будущем \году́ τοῦ χρόνου, στό ἐπόμενο ἐτος· в прошлом \году́ πέρυσι, πέρσι, τόν περασμένο χρόνο, τό παρελθόν ἐτος· в позапрошлом \году́ πρόπερσι, τό προπαρελθόν ἔτος· Два \года тому́ назад δυό χρόνια πρίν, πρό δυό ἐτῶν два \года спустя μετά ἀπό δυό χρόνια· через \год μετά ἀπό ἕνα χρόνο· около \года ἕνα χρόνο περίπού два раза в \год δυό φορές τό χρόνο, δίς τοῦ ἐτους' из \года в \год κάθε χρόνο· \год от \году ἀπό χρονιά σέ χρονιά· \год за \годом κάθε χρόνο· за \год до... ἕνα χρόνο πρίν...· в течение \года μέσα στό χρόνο, στή διάρκεια τοῦ ἔτους· по истечении \года μετά παρέλευσιν ἐτους· с этого \года ἀπό φέτος, ἀπό τούτη τή χρονιά· в том же \году́ τόν ίδιο χρόνο, τό ἰδιο ἔτος· около \года ἕνα χρόνο περίπου· за (один) \год μέσα σ' ἕνα χρόνο, στή διάρκεια ἐνός ἔτοῦς·
    2. \год||ы мн. (эпоха, период времени) τά χρόνια, ὁ καιρός:
    детские \годы τά παιδικά χρόνια· двадцатые \годы τά χρόνια 20-30, ἡ τρίτη δεκαετηρίδα· люди сороковых \годо́в ἡ γενιά τοῦ σαράντα·
    3. \год||ы мн. (возраст) ἡ ήλικία, τά χρόνια:
    он в \годах εἶναι ἡλικιωμένος· в мой \годы στήν ἡλικία μου, στά χρόνια μου· ◊ Новый \год τό νέον ἔτος, ὁ καινούριος χρόνος, ἡ πρωτοχρονιά· с Новым \годом! Καλή χρονιά!, Καλή πρωτοχρονιά!, εὐτυχές τό Νέον ἔτος!· кру́г-лый \год ὁλοχρονίς, ὅλο τό χρόνο· без \году неделя разг, ар он. πολύ λίγο διάστημα.

    Русско-новогреческий словарь > год

  • 8 гуща

    гу́щ||а
    ж
    1. (осадок) τό κατακάθι (-σμα), ἡ ὑποστάθμη:
    кофейная \гуща τό κατακάθι τοῦ καφέ·
    2. (чаща) τό πυκνό[ν] μέρος δάσους, ἡ λόχμη·
    3. перен ἡ βαθειά, στό βάθος:
    в \гущае толпы μέσα στό πλήθος· в \гущае событий μέσα στά γεγονότα.

    Русско-новогреческий словарь > гуща

  • 9 теряться

    терять||ся
    1. χάνομαι:
    тропинка терялась в лесу́ τό μονοπάτι χάνονταν μέσα στό δάσος· \терятьсяся в толпе́ ἐξαφανίζομαι μέσα στό πλήθος·
    2. (терять самообладание) σαστίζω, τά χάνω:
    \терятьсяся в опасности τά χάνω μπροστά στον κίνδυνο· ◊ \терятьсяся в догадках, предположениях πελαγώνω σέ είκασίες.

    Русско-новогреческий словарь > теряться

  • 10 замуровать

    -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замурованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. λιθοχτίζω, κλείνω με πέτρες•

    замуровать окно λυθοχεί-ζω το παράθυρο.

    2. εσωκλείω σε λιθόχτιστο•

    -в стене оружие κλείνω όπλο μέσα σε λιθότοιχο.

    1. χτίζομαι με πέτρα. || κλείνομαι μέσα στο λιθότοιχο,
    2. μτφ. απομονώνομαι•

    он -лся в деревне αυτός απομονώθηκε στο χωριό.

    Большой русско-греческий словарь > замуровать

  • 11 внутри

    внутри
    нареч μέσα, ἐντός, ἐσωτερικά:
    находиться \внутри βρίσκομαι μέσα· \внутри до́ма (города) μέσα στό σπίτι (στήν πόλη).

    Русско-новогреческий словарь > внутри

  • 12 внутрь

    внутрь
    1. нареч προς τά μέσα, ἐντός, ἐνδον
    2. предлог с род. ἡ. ἐντός, μέσα:
    войти \внутрь до́ма μπαίνω μέσα στό σπίτι.

    Русско-новогреческий словарь > внутрь

  • 13 пробиваться

    пробиваться
    несов
    1. (прокладывать себе путь) ἀνοίγω δρόμο[ν]/ περνῶ (проникать):
    \пробиваться скюзь толпу́ ἀνοίγω δρόμο μέσα στό πλήθος· с трудом \пробиваться περνώ μέ κόπο· сквозь што́ры \пробиватьсяется свет μέσα ἀπό τά στόρια περνἄ φῶς·
    2. (о растительности) φυτρώνω, φύομαι, βλαστάνω:
    у него́ \пробиватьсяются усы ἀρχίζει νά βγάζει μουστάκι.

    Русско-новогреческий словарь > пробиваться

  • 14 вкатить

    вкачу, вкатишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вкаченный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. βλ. вкатать.
    2. καταφέρω•

    он -ил нахалу пощечину αυτόο κατάφερε στον αυθάδη (νταή) ένα μπάτσο.

    3. βλ. вкатиться.
    κυλώ μέσα•

    мяч -лся в комнату το τόπι κύλισε μέσα στο δωμάτιο.

    || εισέρχομαι, μπαίνω, εισδύω•

    бричка -лась во двор το κάρο μπήκε στην αυλή.

    Большой русско-греческий словарь > вкатить

  • 15 вчертить

    -рчу, -ртишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вчерченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    σχεδιάζω μέσα•

    вчертить круг в прямоугольнике σχεδιάζω κύκλο μέσα στο ορθογώνιο τετράγωνο.

    Большой русско-греческий словарь > вчертить

  • 16 да

    да 1
    μόριο
    1. βεβαιωτικό• ναι, μάλιστα•

    все здесь? да да όλοι είναι εδώ; да ναί•

    отвечайте: да или нет απαντάτε: ναι ή όχι•

    хочешь чаю? да да θέλεις τσάι; да ναι.

    || πραγματικά, αλήθεια•

    там было хорошо, да, очень хорошо εκεί ήταν καλά, πραγματικά, πολύ καλά.

    2. (ξαφνική ενθύμηση) α ναι•

    я, кажется, все сказал...да! вот еще νομίζω πως τα είπα ολα... α ναι! να ακόμα τι.

    3. (δυσπιστία, αντίρρηση κλπ.) ναι πως, αμ πως•

    я хлопочу чтобы ты скорее отправиться. да да хлопочешь εγώ φροντίζω ν’ αναχωρήσεις το γρηγορότερο. Αμ πως φροντίζεις.

    4. (ερωτηματικό) ναι; αλήθεια;•

    я изменился, да? εγώ άλλαξα, ναι;

    5. (επιτακτικό) δα, ντε, και, λοιπόν•

    кто сказал? да да тот ποιος είπε; Εκείνος δα•

    да что с вами говорить! και τι να πω με σας!•

    куда идти? да да прямо κατά πού νά πάω;-Κατ’ ευθεία δα (ντε)•

    да отправляйтесь вы поскорее αναχωρείτε λοιπόν το γρηγορότερο.

    || (μέσα στην πρόταση και μπροστά από το κατηγορούμενο επιτείνει τη σημασία) να• και.
    6. (επίμονη παράκληση, παρότρυνση) δά•

    да садись, садись, чего ты стоишь! κάθισε δα,κάθισε,τι στέκεσαι ορθός! || (επιτακτικό-προτρεπτικό)• άιντε, έλα•

    да ну, брат, поскорее! άιντε, καημένε, πιο γρήγορα!

    7. (με προστακτική και σημασία υποθετική• και αν (ακόμα)•

    да будь он... κι αν ακόμα αυτός...

    8. (με ρήμα 3ου ενκ. προσ. ενεστώτα και μέλλοντα)• άς, είθε να• ζήτω•

    да здравствует мир во всем мире! ζήτω η ειρήνη σ’ όλο τόν κόσμο!•

    да здравствует дружба меаду народами! ζήτω η φιλία ανάμεσα στους λαούς!

    εκφρ.
    ну да! – (απλ.) αμπώς! (вот) это да! (απλ.) αυτό μάλιστα! (για θαυμασμό, επιδοκιμασία)•
    аи даβλ. ай; ну да (απλ.) βλ. да 1 (1, 3 σημ.).
    да 2
    σύνδ.
    1. συμπ λκ. και•

    он да я αυτός κι εγώ•

    день да ночь μέρα και νύχτα•

    хлеб да соль ψωμί κι αλάτι.

    2. επίτακτ. καί, επί•

    шел я ночью один, да еще лесом βάδιζα τη νύχτα μόνος κι ακόμα (επί πλέον) μέσα στο δάσος.

    3. σύνδ. αντιθετικός• όμως, αλλά, μα•

    я согласен, да только с условием είμαι σύμφωνος, όμως μ’ ένα όρο.

    εκφρ.
    да и... – α) και. β) ξαφνικά, απότομα•
    жил, жил, да помер – έζησε, έζησε και ξαφνικά πέθανε, γ) επί πλέον, και., ακόμα•
    да и говорить-то об этом не стоит – ακόμα και να μιλήσεις γι’ αυτό δεν αξίζει•
    да и только – (καί) μόνο, διαρκώς•
    плачет, да и только – κλαίει και μόνο (συνεχώς)•
    смеется, да и только – γελά ακατάπαυστα.

    Большой русско-греческий словарь > да

  • 17 залететь

    -лечу, -летишь
    ρ.σ.
    1. πετώ μέσα•

    бабочка -ла в комнату η πεταλούδα πέταξα μέσα στο δωμάτιο.

    2. πετώ μακριά ή ψηλά•

    аэроплан -ел за полярный круг το αεροπλάνο πέταξε πέρα από τον πολινιό κύκλο•

    залететь большую высоту πετώ πολύ ψηλά.

    3. προσγειώνομαι για•

    залететь за горючим προσγειώνομαι για ανεφοδιασμό σε καύσιμη ύλη.

    || μτφ. (απλ.) πετιέμαι, πηγαίνω κάπου στα γρήγορα, πεταχτά, για λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > залететь

  • 18 зашить

    -шью, -шьшь, προστκ. зашей
    ρ.σ.μ.
    ράβω•

    зашить пальто ράβω πανωφόρι•

    зашить рану ράβω την πληγή.

    || κλείνω πυκνά (με ξύλα κ.τ.τ.). || κλείνω μέσα ράβοντας•

    зашить в мешок ράβω μέσα στο σακί.

    δεν τα βγάζω πέρα, δεν ξέρω τι να κάνω, πελαγώνω.

    Большой русско-греческий словарь > зашить

  • 19 луч

    α.
    1. παλ. ακτίνα, αχτίδα•

    лучи солнца αχτίνες ήλιου•

    звёздные -и αχτίνες αστεριού•

    сноп -ей δέσμη αχτίνων•

    рентгеновы -и αχτίνες ραίντκεν•

    катодные -и καθοδικές αχτίνες•

    ультрафиолетовые -и υπεριώδεις αχτίνες•

    испускать -и εκπέμπω αχτίνες, αχτινοβολώ•

    термические -и θερμικές αχτίνες.

    2. μτφ. αμυδρό φως•

    луч света в тёмном царстве αχτίνα φωτός στο σκοτεινό βασίλειο (κάτι προοδευτικό μέσα στο σκοταδισμό)•

    луч надежды, счастья, истины αχτίνα ελπίδας, ευτυχίας, αλήθειας.

    Большой русско-греческий словарь > луч

  • 20 портянка

    θ.
    ποδόπανο (περιτυλιγμένο στο πόδι μέσα στο παπούτσι).

    Большой русско-греческий словарь > портянка

См. также в других словарях:

  • μέσα — Οικισμός (20 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Παρασκευής του νομού Λέσβου. * * * (I) μέσα και μεσά, τὸ (Μ) το τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mensa «τραπέζι»]. (II) η (γεωμορφ.) όρος που περιγράφει κάθε χερσαία τράπεζα με επίπεδη …   Dictionary of Greek

  • μέσα — (μέσ από, μες στο), επίρρ. τοπ. 1. όχι έξω, στο εσωτερικό, εντός: Έκρυψε τα κοσμήματα μέσα στο συρτάρι. 2. φρ., «Τον βάλανε μέσα», τον βάλανε στη φυλακή ή τον ζημίωσαν αρκετά· «Είμαι στα μέσα και στα έξω», βρίσκομαι παντού, έχω προσβάσεις και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μέσα Λασιθάκι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 34 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στο οροπέδιο του Λασιθίου, ΝΔ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οροπεδίου Λασιθίου …   Dictionary of Greek

  • Μέσα Λασίθι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 164 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στο οροπέδιο του Λασιθίου, 40 χλμ. ΝΔ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οροπεδίου Λασιθίου …   Dictionary of Greek

  • Μέσα Ποτάμοι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 40 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, στο οροπέδιο του Λασιθίου, 32 χλμ. ΒΔ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου …   Dictionary of Greek

  • Μέσα Απίδι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 51 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Β του όρμου Μακρυγιαλός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης …   Dictionary of Greek

  • Μέσα Βουκολιές — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 42 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 29 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βουκολίων …   Dictionary of Greek

  • Μέσα Βουνί — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 72 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού, ΝΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορθίου του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Μέσα Δίδυμα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 189 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού, στα Μαστιχοχώρια, 15 χλμ. ΝΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου …   Dictionary of Greek

  • Μέσα Κατοικίες — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 102 κάτ.) της Σαντορίνης. Βρίσκεται στο κέντρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θήρας του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Μέσα Μουλιανά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 279 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 51 χλμ. ΝΑ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»